ξενότροπος

ξενότροπος
-η, -ο
αυτός που φέρεται ή γίνεται κατά τρόπο ξένο (όχι οικείο, γνωστό, δικό μας), παράξενος, ασυνήθιστος: Ξενότροπα ήθη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξενότροπος — η, ο (Μ ξενότροπος, ον) παράξενος, αλλόκοτος νεοελλ. αυτός που συμπεριφέρεται ή γίνεται κατά τον τρόπο τών ξένων. επίρρ... ξενοτρόπως και ξενότροπα (Μ ξενοτρόπως) με παράξενο τρόπο νεοελλ. σύμφωνα με τις συνήθειες τών ξένων μσν. με θαυμαστό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • ξενοτρόπως — ξενότροπος adverbial ξενότροπος masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξενότροπα — ξενότροπος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”